στίλβωση

στίλβωση
η
στίλβωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στίλβωση — Επεξεργασία της επιφάνειας μερικών μετάλλων για την προστασία τους από τη διαβρωτική ενέργεια της ατμόσφαιρας. Σχηματίζεται έτσι ένα λεπτό στρώμα επιφανειακού οξειδίου ή θειούχου μεταλλικού χρώματος γενικά σκούρου. Στιλβώνονται αίφνης τα… …   Dictionary of Greek

  • άλειψη — η (Α ἄλειψις), η [ἀλείφω] η επάλειψη αρχ. η στίλβωση …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • αντιβασιλεία — Η άσκηση της βασιλικής εξουσίας από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που αντικαθιστούν τον βασιλιά στις εξής περιπτώσεις: όταν είναι ανήλικος, όταν εξαιτίας μακρόχρονης αρρώστιας δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του ή όταν δεν υπάρχει διάδοχος του… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • γάνωσις — γάνωσις, η (AM) [γανώ ( όω)] το γάνωμα χάλκινου σκεύους με κασσίτερο αρχ. η στίλβωση («ἡ γάνωσις τοῡ ἀγάλματος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • γυάλισμα — το [γυαλίζω] 1. στίλβωση, λουστράρισμα 2. στιλπνότητα …   Dictionary of Greek

  • γυαλοκόπημα — το 1. συνεχής στίλβωση 2. μεγάλη στιλπνότητα …   Dictionary of Greek

  • εκκάθαρση — η (Α ἐκκάθαρσις) νεοελλ. εκκαθάριση αρχ. 1. αγνισμός, καθαρισμός 2. αφαίρεση 3. καθαρισμός, στίλβωση …   Dictionary of Greek

  • εκουίζετο — Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των εκουιζετιδών. Αναπτύσσεται συνήθως σε υγρούς τόπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει έξι είδη: ε. το μείζον, ε. το αρουραίο, ε. το δασικό, ε. το ελόβιο, ε. το πολύκλαδο και ε. το χειμερινό. Το υπόγειο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”